- πρεσβυτερία
- ἡ, Αβλ. πρεσβυτερεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεσβυτερεία — και πρεσβυτερία, ἡ, Α [πρεσβύτερος] 1. το αξίωμα τού πρεσβυτέρου 2. (μόνον ο τ. πρεσβυτερία) η προτεραιότητα κατά ηλικία («εἰς πρεσβυτερίας λόγον») … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek